- ἡγεμονίδας
- ἡγεμονίδᾱς , ἡγεμονίδηςmasc acc plἡγεμονίδᾱς , ἡγεμονίδηςmasc nom sg (epic doric aeolic)ἡγεμονίςimperialfem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Αύγουστος, Αιμίλιος Λεοπόλδος — (1772 1822). Δούκας του σαξονικού Γκότα του Αλτενβούργου, πρωτότοκος γιος του Ερνέστου B’ και της ηγεμονίδας Καρλότας Αμαλίας του σαξονικού Μάινεγκεν. Σπούδασε στη Γενεύη. Μετά τον θάνατο του πατέρα του (1804) ανέλαβε τη διοίκηση της χώρας του.… … Dictionary of Greek